Τα
Μετέωρα αποτελούν,
μετά το Άγιο ΄Ορος, το μεγαλύτερο και με συνεχή παρουσία από την εποχή της
εγκατάστασης των πρώτων ασκητών μέχρι σήμερα μοναστικό σύνολο στον ελλαδικό
χώρο. Από τις ιστορικές μαρτυρίες συμπεραίνουμε ότι οι μονές των Μετεώρων ήταν
στο σύνολό τους τριάντα. Από τις τριάντα αυτές μονές οι έξι λειτουργούν έως
σήμερα και δέχονται πλήθος προσκυνητών. Υπάρχουν όμως και πολλά μικρότερα
μοναστήρια εγκαταλελειμμένα. Τα περισσότερα από αυτά είχαν ιδρυθεί στον 14ο αι.
Η ονομασία Μετέωρα είναι νεότερη και δεν
αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς. Το όνομά τους το οφείλουν στον Άγιο
Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, κτήτορα της μονής της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Μεγάλο
Μετέωρο), ο οποίος ονόμασε έτσι τον «πλατύ λίθο›, στον οποίο ανέβηκε για πρώτη
φορά το 1344. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, οι πρώτοι αναχωρητές
εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 12 αι. Στα μέσα του 14ου αι. ο μοναχός Νείλος
συγκέντρωσε τους μοναχούς που ζούσαν απομονωμένοι σε σπηλιές των βράχων, γύρω
από την σκήτη της Δούπιανης οργανώνοντας έτσι τον μοναχισμό στα Μετέωρα.
Η κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους
Οθωμανούς Τούρκους (1393) και η βαθμιαία κατάρρευση και τελική πτώση της
βυζαντινής αυτοκρατορίας επέφεραν κατά το 15ο αι. μια κάμψη στη μοναστική ζωή
των Μετεώρων.
Κατά το τελευταίο τέταρτο του 15ου αι.
παρατηρείται μια ανάκαμψη, που σηματοδοτείται από τη ίδρυση της μονής της Αγίας
Τριάδας (1475/76) και την τοιχογράφηση του παλαιού καθολικού του Μεγάλου
Μετεώρου (1483). Η ακμή των Μετεώρων θα συντελεστεί τον επόμενο αιώνα, κατά τον
οποίο ιδρύονται νέα μοναστήρια, ανεγείρονται νέα καθολικά και άλλα μοναστηριακά
κτίσματα, τα περισσότερα από τα οποία κοσμούνται με εξαιρετικής τέχνης
αγιογραφίες.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στη
Θεσσαλία (1393-1881) τα μετεωρίτικα μοναστήρια λειτούργησαν ως τόποι ελπίδας.
Στις αρχές του 19ου αι. τα στρατεύματα του Αλή-Πασά, επέφεραν καταστροφές και
λεηλασίες σε πολλά από αυτά (Μονή Υπαπαντής, Μονή Αγίου Δημητρίου κ. ά.).
Τα έξι επισκέψιμα μοναστήρια των Μετεώρων,
είναι σήμερα αναστηλωμένα και με συντηρημένο στο μεγαλύτερο μέρος τους τον
τοιχογραφικό τους διάκοσμο. Το 1989 η Unesco ενέγραψε τα Μετέωρα στον κατάλογο
των Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ως ένα ιδιαίτερης σημασίας πολιτιστικό
και φυσικό αγαθό.
Συντάκτης
Λ.Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
Η
Μονή του Μεγάλου Μετεώρου
είναι μία από τις παλαιότερες και η μεγαλύτερη από τις υπάρχουσες σήμερα μετεωρίτικες
μονές. Η μονή ιδρύθηκε λίγο πριν από τα μέσα του 14ου αι., από τον Όσιο
Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, πάνω στο βράχο που ονομαζόταν "Πλατύς
Λίθος" και που ο ίδιος ονόμασε "Μετέωρο". Εκεί έκτισε το
ασκητικό του καταφύγιο, οργάνωσε την πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα
με αυστηρή τυπική μορφή κοινοβίου και οικοδόμησε ναό αφιερωμένο, όπως και η
μονή στην Παναγία (Παναγία της Μετεωρίτισσας Πέτρας). Αργότερα όταν η
μοναχική κοινότητα αυξήθηκε ο Αθανάσιος έκτισε νέο καθολικό.
Δεύτερος κτήτορας της μονής και
συνεχιστής του έργου του Αθανασίου υπήρξε ο μαθητής του και πρώην Σέρβος
ηγεμόνας Ιωάννης Ούρεσης Άγγελος Κομνηνός Δούκας ο Παλαιολόγος, ο μετέπειτα
μοναχός Όσιος Ιωάσαφ, που το 1387/88 οικοδόμησε, στη θέση του ναού που
έχτισε ο Αθανάσιος, νέο ναό που αποτέλεσε το καθολικό της μονής. Στα μέσα
του 16ου αι. η μονή γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση. Ο οικουμενικός πατριάρχης
Ιερεμίας Α΄ (1522-1546) κατοχύρωσε με σιγίλλιο τα προνόμια και την πλήρη
ανεξαρτησία της μονής κατά το πρότυπο των μονών του Αγίου Όρους.
Στα 1544/5 ανεγέρθηκε νέος ναός με
λιτή, αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Στο νέο ναό ενσωματώθηκε ως
Ιερό Βήμα το παλαιό καθολικό. Η τοιχογράφηση του κυρίως ναού έγινε στα 1552
με πρωτοβουλία του ηγουμένου Συμεών, ο οποίος στα 1557 έκτισε και την τράπεζα
της μονής. Για τις δραστηριότητές του αυτές ο ηγούμενος Συμεών θεωρείται ως
ο τρίτος κτήτορας. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 16ου αι. κατασκευάστηκε ο
πύργος και η αρχική κλίμακα ανόδου, μια ξύλινη ανεμόσκαλα προσαρμοσμένη στο
βράχο. Το 1572 ανεγέρθηκε το γηροκομείο, το 1789 το παρεκκλήσι των Αγίων
Κωνσταντίνου και Ελένης και το 1791 κατασκευάστηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο του
καθολικού. Στα 1806 κατασκευάστηκε νέα σειρά κελιών, τα οποία σήμερα έχουν
ανακατασκευαστεί.
Στα 1809 ο ηγούμενος της μονής Παρθένιος
Ορφίδης φυλακίζεται στα Ιωάννινα από τον Αλή Πασά, προφανώς γιατί η μονή
του Μεγάλου Μετεώρου, όπως και οι υπόλοιπες των Μετεώρων είχε υποθάλψει το
κίνημα του ιερέα Θύμιου Βλαχάβα. Έκτοτε οι μονές των Μετεώρων γνώρισαν την
εκδικητική μανία του Πασά των Ιωαννίνων και των τηλεβόλων των Τουρκαλβανών.
Η μονή κατάφερε να επιβιώσει μέσα από περιπέτειες, επιδρομές, λεηλασίες,
πυρκαγιές και φυσικές καταστροφές μέχρι τις μέρες μας.
Ο επισκέπτης προσεγγίζει σήμερα τη
μονή από μια κατηφορική και στη συνέχεια από μια κλίμακα ανόδου.
Εισερχόμενος κανείς στο εσωτερικό συναντά δεξιά τον πύργο του βριζονίου,
που στέγαζε το μηχανισμό για το δίχτυ, το οποίο παλαιότερα χρησιμοποιούσαν
οι μοναχοί για την πρόσβασή τους στη μονή, καθώς και το βαγεναρείο, δηλαδή
το κελάρι της μονής, που σήμερα έχει διαμορφωθεί σε μουσείο αντικειμένων
καθημερινής ζωής. Προχωρώντας ψηλότερα, αριστερά συναντάμε την εστία, την
τράπεζα και ανατολικά της το νοσοκομείο και γηροκομείο το οποίο κτίστηκε το
1572. Δεξιά βρίσκονται το καθολικό και τα παρεκκλήσια. Το καθολικό
απαρτίζεται από τρία μέρη. Το αρχαιότερο καθολικό που ιδρύθηκε από τον Όσιο
Αθανάσιο, επανακτίστηκε στα 1387/8 από τον Όσιο Ιωάσαφ και ενσωματώθηκε ως
Ιερό Βήμα στον μεταγενέστερο καθολικό, που ανεγέρθηκε στα 1544/5
ακολουθώντας τον αθωνίτικο τύπο (τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με
κόγχες, τους λεγόμενους χορούς, και λιτή στη δυτική του πλευρά). Ο
ζωγραφικός διάκοσμος της μονής έγινε σε τρείς φάσεις. Από την πρώτη φάση,
του 14ου αι., διατηρείται μόνο η σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας στην
εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου του παλαιού καθολικού. Στη δεύτερη
φάση, το 1483, αγιογραφήθηκε το παλαιό καθολικό, δηλαδή το σημερινό ιερό
βήμα με εξαίρεση ορισμένες παραστάσεις, οι οποίες ανάγονται στην τρίτη
ζωγραφική φάση, αυτής του 1552 που έγιναν και οι τοιχογραφίες του νέου
καθολικού και της λιτής. Οι καλλιτέχνες του ζωγραφικού διακόσμου είναι
ανώνυμοι, ωστόσο το τεχνοτροπικό ιδίωμα των καλλιτεχνών του νέου καθολικού
και της λιτής προδίδει τη στενή σχέση τους με την "Κρητική Σχολή"
και δή τον Θεοφάνη, μαθητής του οποίου υπήρξε πιθανότατα, ο επίσης κρητικός
ζωγράφος Τζώρτζης που κατά την επικρατέστερη άποψη είναι ο δημιουργός τους.
Στην
νότια πλευρά του ιερού βήματος είναι προσκολλημένο το παρεκκλήσιο του
Τιμίου Προδρόμου, ένας μικρός θολωτός χώρος, ο οποίος κατά καιρούς δέχτηκε
διάφορες δομικές επεμβάσεις. Οι αγιογραφίες του χρονολογούνται στα 1682.
Σε
μικρή απόσταση νοτιοδυτικά του καθολικού είναι κτισμένο το παρεκκλήσιο των
Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ένας μονόχωρος, τρουλαίος, ναός που χτίστηκε
το 1789.
|
|
Συντάκτης
|
Λάζαρος
Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
|
|
|
Η επωνυμία της μονής
Ρουσάνου είναι ανεξακρίβωτη,
με πιθανότερη την εκδοχή να οφείλεται στον πρώτο οικιστή του βράχου ή στον
κτήτορα του αρχικού ναού. Ο βράχος που αναφέρεται με το όνομα Ρουσάνου
κατοικήθηκε από τις αρχές του 16ου αι. και σ’ αυτόν ιδρύθηκε μονή κατά τον
14ο αι. Το μοναστήρι όμως πήρε τη σημερινή του μορφή στα μέσα του 16ου αι,
όταν οι αδελφοί Ιωάσαφ και Μάξιμος από την Ήπειρο στα πλαίσια της γενικής
ανακαίνισης της μονής ξαναέκτισαν, με τη συγκατάθεση του μητροπολίτη
Λαρίσης Βησσαρίωνα και του ηγουμένου της μονής Μεγάλου Μετεώρου, το
ερειπωμένο τότε καθολικό που ήταν αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Το καθολικό που κτίστηκε, από τους Γιαννιώτες αδελφούς το 1545, και
αγιογραφήθηκε, επί ηγουμένου Αρσενίου το 1560, είναι αφιερωμένο μέχρι και
σήμερα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, αλλά τιμάται και στη μνήμη της Αγίας
Βαρβάρας. Η μονή αποτέλεσε καταφύγιο κατατρεγμένων ατόμων και οικογενειών
κατά τις διάφορες ιστορικές περιπέτειες του έθνους. Κατά το 19ο αι. το
μοναστήρι παρήκμασε και περιέπεσε σε ερημητήριο για τους μοναχούς της μονής
Βαρλαάμ. Σήμερα μετά την αναστήλωσή της, κατά την δεκαετία του 1980, από
την Αρχαιολογική Υπηρεσία λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι.
Η μονή βρίσκεται στο δρόμο από το
Καστράκι προς τα Μετέωρα ανάμεσα στις μονές Αγίου Νικολάου Αναπαυσά και
Βαρλαάμ. Η ανάβαση στη μονή αρχικά γινόταν με ανεμόσκαλα ενώ σήμερα γίνεται
με τη βοήθεια κλίμακας και δύο στερεών γεφυρών, οι οποίες κατασκευάστηκαν
το 1930 και αντικατέστησαν την παλιότερη ξύλινη γέφυρα που είχε κατασκευαστεί
το 1868. Το κτηριακό συγκρότημα καλύπτει ολόκληρο το πλάτωμα της κορυφής
του απότομου βράχου. Η μονή αποτελείται από ένα τριώροφο συγκρότημα, με το
καθολικό και κελιά στο ισόγειο και με χώρους υποδοχής (αρχονταρίκι), άλλα
κελιά και βοηθητικούς χώρους στους άλλους δύο ορόφους. Το καθολικό της
μονής που κτίστηκε το 1545 είναι ένας σταυροειδής, δικιόνιος, αγιορείτικου
τύπου ναός με λιτή, ένα σχεδόν τετράγωνο χώρο που καλύπτεται με ελαφρά
ελλειψοειδή θόλο. Ο ζωγραφικός διάκοσμος του καθολικού έγινε το 1560 και
αποτελεί χρονικά αλλά και από άποψη ποιότητας ένα από ωριμότερα ζωγραφικά
σύνολα της ακμής της "Κρητικής Σχολής".
|
|
Συντάκτης
|
Λάζαρος Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
|
|
|
Κατά την παράδοση η μονή της Αγίας
Τριάδος πρωτοκτίστηκε το 1488 από ένα μοναχό με το όνομα Δομέτιος.
Οι πηγές όμως μαρτυρούν την ύπαρξη της ήδη από το 1362. Η αρχαιότερη
οικοδομική φάση της μονής αντιπροσωπεύεται από το σημερινό καθολικό, το
οποίο κτίστηκε, όπως πληροφορούμαστε από την σχετική κτητορική επιγραφή, το
έτος 1475/6 και είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα.
Η αγιογράφηση του ναού έγινε από το
ζωγράφο Αντώνιο ιερέα και τον αδελφό του Νικόλαο, το 1741, επί μητροπολίτη
Σταγών Θεοφάνη και επί ηγουμένου Παρθενίου. Ο εσωνάρθηκας του καθολικού
κτίστηκε το 1689 και τοιχογραφήθηκε το 1692, επί μητροπολίτη Σταγών
Αρσενίου και επί ηγουμένου Ιωνά. Το 1682, με έξοδα και κόπο των ιερομονάχων
Δαμασκηνού, Ιωνά και Παρθενίου, κτίστηκε και αγιογραφήθηκε το παρεκκλήσιο
του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Στα 1684 προστέθηκε στη νοτιανατολική γωνία
του ναού ένα μικρό σκευοφυλάκιο το οποίο επικοινωνεί με το ιερό.
Στη μονή ανήκουν 124 χειρόγραφα,
(φυλάσσονται από το 1953 στη Μονή Αγίου Στεφάνου) μεταξύ των οποίων οι
κώδικες των μονών Αναπαυσά και Ρουσάνου.
Ο επισκέπτης προκειμένου να φτάσει στη
μονή πρέπει να διασχίσει πεζός ένα κατηφορικό μονοπάτι, μέχρι τα ριζά του
βράχου και στη συνέχεια να ανεβεί 145 λαξευμένα σκαλοπάτια. Αριστερά της
εισόδου στη μονή βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Τιμίου Προδρόμου, μια μικρών
διαστάσεων ροτόντα λαξευμένη στο βράχο. Προχωρώντας, στα αριστερά ενός
σκεπαστού διαδρόμου συναντάμε τον πύργο βριζονίου και την τράπεζα και δεξιά
σειρά θολοσκέπαστων κελιών. Στο τέλος του διαδρόμου (δεξιά) βρίσκεται το
καθολικό της μονής. Πρόκειται για ένα μικρό σταυροειδή δικιόνιο ναό με
τρούλο και ευρύχωρη λιτή στη δυτική του πλευρά. Βορειοδυτικά του κτηριακού
συγκροτήματος της μονής, πίσω από το καθολικό, ο επισκέπτης φτάνει στο
ψηλότερο σημείο του βράχου, από τον εξώστη του οποίου μπορεί να απολαύσει
μια σπάνια θέα προς τα άλλα μοναστήρια και τους βράχους των Μετεώρων.
|
|
Συντάκτης
|
Λάζαρος Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
|
|
|
|
Η
μονή Βαρλαάμ οφείλει το
όνομά της στον ασκητή-αναχωρητή Βαρλαάμ, ο οποίος πρώτος κατοίκησε τον
βράχο το 14ο αι. Η ιστορία της μονής αρχίζει ουσιαστικά από τις αρχές του
16ου αι., όταν στο βράχο εγκαταστάθηκαν και οργάνωσαν το κοινόβιό τους οι
Γιαννιώτες αδελφοί Νεκτάριος και Θεοφάνης οι Αψαράδες, γόνοι παλιάς
βυζαντινής οικογένειας της Ηπείρου. Οι Αψαράδες το 1518 ανακαίνισαν εκ
βάθρων το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο ήταν κτισμένο στη θέση
του αρχικού καθολικού της μονής που είχε κτίσει ο Βαρλαάμ, το 1536
κατασκεύασαν τον πύργο βριζονίου και το 1541 έκτισαν το σημερινό καθολικό
που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Πάντες. Το 1627 το παρεκκλήσιο των Τριών
Ιεραρχών ξαναχτίστηκε στη θέση του παλαιού καθολικού που είχαν κτίσει οι
Αψαράδες και το 1637 αγιογραφήθηκε από το καλλιτεχνικό συνεργείο του ιερέα
Ιωάννη και των παιδιών του, οι οποίοι κατάγονταν από την Καλαμπάκα.
Η αγιογράφηση του καθολικού της μονής
έγινε σε τρείς φάσεις. Στην πρώτη φάση φιλοτεχνήθηκαν, τo 1548, από τον
περίφημο αγιογράφο Φράγγο Κατελάνο οι τοιχογραφίες του ιερού βήματος και
του κυρίως ναού. Στη δεύτερη φάση, το 1566, αγιογραφήθηκε η λιτή από τους
Θηβαίους αγιογράφους Γεώργιο Κονταρή και τον αδελφό του Φράγγο με χορηγία
του Αντωνίου Αψαρά, επισκόπου Βελλάς Ιωαννίνων. Η τελευταία φάση του
διακόσμου (1780 και 1782) που μαρτυρείται από την κτητορική επιγραφή στο
βορειοδυτικό πεσσό, πάνω από την παράσταση της Παναγίας, αναφέρεται
πιθανότατα σε μικρής έκτασης επέμβαση της οποίας εμφανή στοιχεία δεν διακρίνονται.
Η τελευταία αυτή φάση εντάσσεται στην περίοδο κατά την οποία το μοναστήρι
εξακολούθησε να ακμάζει, οργανώθηκε βιβλιογραφικό εργαστήριο και δέχτηκε
πλούσιες δωρεές από ηγεμόνες της Βλαχίας.
Σημαντική για την ιστορική διαδρομή
της μονής υπήρξε η συμβολή του μοναχού Χριστοφόρου, ο οποίος κατά τη
διάρκεια του 18ου αι. ταξινόμησε το πολύτιμο αρχείο της και αντέγραψε
πλήθος ιστορικών κειμένων. Το μοναστήρι χάρη στην οικονομική ευρωστία του
διακρίθηκε τόσο στην πνευματική προκοπή, όσο και στη συμμετοχή στους
εθνικούς αγώνες ως τα τελευταία χρόνια.
O επισκέπτης της μονής μετά την άνοδο
της κλίμακας, συναντά αριστερά το νοσοκομείο, το οποίο αναστηλώνεται τα
τελευταία χρόνια και προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά του το παρεκκλήσιο των
Αγίων Αναργύρων. Ακολουθεί, δεξιά, το καθολικό, και ο πύργος βριζονίου. Το
καθολικό της μονής είναι ένας δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος,
αθωνίτικου τύπου, ναός. Του κυρίως ναού προηγείται ευρύχωρη λιτή, ένας
τετράστυλος χώρος με τρούλο. Βορειοδυτικά του καθολικού βρίσκεται η
τράπεζα, η οποία έχει διαμορφωθεί σε μουσείο κειμηλίων της μονής, ο ναΐσκος
των Τριών Ιεραρχών, η εστία, τα κελιά και ο ξενώνας. Το παρεκκλήσιο των
Τριών Ιεραρχών, το οποίο μπορεί να επισκεφθεί κανείς μόνο με την άδεια των
μοναχών, είναι ένας μονόχωρος δρομικός ξυλόστεγος ναός.
|
|
Συντάκτης
|
Λάζαρος Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
|
|
|
Οι απαρχές της μοναστικής ζωής στο βράχο
του Αναπαυσά τοποθετούνται
στο 14ο αι. και η επωνυμία της μονής οφείλεται πιθανότατα σε κάποιον παλαιό
κτήτορά της. Στη φάση αυτή ανήκει το μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου,
στους τοίχους του οποίου διατηρούνται λείψανα τοιχογραφιών. Το μοναστήρι
ανακαινίστηκε ριζικά κατά την πρώτη δεκαετία του 16ου αι., όταν ο
μητροπολίτης Λαρίσης άγιος Διονύσιος ο Ελεήμων και ο έξαρχος Σταγών
ιερομόναχος Νικάνωρ, που είναι οι κτήτορες της μονής, ανήγειραν το σημερινό
καθολικό, το οποίο αγιογραφήθηκε από τον περίφημο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη
Στρελίτζα, το 1527. Από την πρώτη δεκαετία του 20ου αι. η μονή
εγκαταλείφθηκε και άρχισε να ερειπώνεται. Στη δεκαετία του 1960
ανακαινίστηκε και αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η κτηριακή διαμόρφωση και συγκρότηση
της μονής- ορθογώνιο ψηλό οικοδόμημα με αλλεπάλληλα πατώματα- προσαρμόστηκε
στις δυνατότητες που επέτρεπε η πολύ μικρή έκταση του πλατώματος του βράχου
στον οποίο κτίστηκε. Ανεβαίνοντας την κτιστή σκάλα συναντάει κανείς πρώτα
το πολύ μικρό παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου και την κρύπτη, όπου
παλαιότερα φυλάσσονταν οι κώδικες και τα κειμήλια της μονής. Στους τοίχους
του παρεκκλησίου διατηρούνται λείψανα τοιχογραφιών του 14ου αι. Στον
επόμενο όροφο είναι κτισμένο το καθολικό της μονής, ένας μικρός μονόχωρος,
σχεδόν τετράγωνος χώρος του οποίου προηγείται ένας αρκετά ευρύχωρος σε
σύγκριση με το ναό εσωνάρθηκας (λιτή). Στον τελευταίο όροφο βρίσκονται η
παλαιά τράπεζα της μονής, η οποία ανακαινισμένη σήμερα χρησιμεύει ως επίσημος
χώρος της μονής (αρχονταρίκι), το οστεοφυλάκιο και το αναικαινισμένο, από
το 1971, παρεκκλήσιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Οι τοιχογραφίες που διακοσμούν το
μικρό καθολικό της μονής θεωρούνται από τα πιο σημαντικά σύνολα της
μεταβυζαντινής ζωγραφικής, καθώς είναι το πιο παλιό γνωστό υπογεγραμμένο
έργο του Θεοφάνη. Στην κτητορική επιγραφή πάνω από την είσοδο που οδηγεί
από τον νάρθηκα στον κυρίως ναό διασώζεται η υπογραφή του ζωγράφου : «χειρ
Θεοφάνη μοναχού του εν τη Κρήτη Στρελίτζας». Στις κατακόρυφες επιφάνειες
του νάρθηκα κυριαρχούν μεγάλες πολυπρόσωπες συνθέσεις. Στο βόρειο τοίχο του
νάρθηκα τοποθετείται η επιβλητική παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, ενώ στο
δυτικό τοίχο εικονογραφείται η Κοίμηση του Εφραίμ του Σύρου και η σπάνια
παράσταση του Αδάμ που δίνει ονόματα στα ζώα. Στους δύο άλλους τοίχους στην
κατώτερη ζώνη παριστάνονται ολόσωμοι όσιοι και άγιοι ανάμεσα στους οποίους
ξεχωρίζουν οι κτήτορες, ο μητροπολίτης Λαρίσης Διονύσιος και ο έξαρχος
Σταγών Νικάνορας δίπλα στην Παναγία και τον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη.
Στην ανώτερη ζώνη απεικονίζονται η
Κοίμηση του Αγίου Νικολάου και σκηνές από τα θαύματα του Χριστού. Στον
κυρίως ναό στην κορυφή του τρούλου δεσπόζει ο Παντοκράτορας, χαμηλότερα
απεικονίζεται η Θεία Λειτουργία και οι Προφήτες και στα σφαιρικά τρίγωνα
εικονίζονται οι τέσσερις Ευαγγελιστές. Στους τοίχους του κυρίως ναού
απεικονίζονται στην κατώτερη ζώνη ολόσωμοι άγιοι, λίγο ψηλότερα άγιοι σε
στηθάρια και στην ανώτερη ζώνη σκηνές από το Δωδεκάορτο, σκηνές από τη ζωή,
τα πάθη και την Ανάσταση του Χριστού. Λόγω του μεγάλου αριθμού των σκηνών
που συνθέτουν το εικονογραφικό πρόγραμμα του καθολικού, του οποίου οι
επιφάνειες για τοιχογράφηση ήταν περιορισμένες, πολλές από αυτές τις σκηνές
έχουν το μέγεθος μιας φορητής εικόνας. Ο Θεοφάνης καταφέρνει να εισαγάγει
στην διακόσμηση του καθολικού του Αναπαυσά εκτός από την εικονογραφία την
εξελιγμένη τεχνική και τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει την καλλιτεχνική
παραγωγή φορητών εικόνων της Κρητικής σχολής.
|
|
Συντάκτης
|
Λάζαρος Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
|
|
|
Ο βράχος της μονής του Αγίου
Στεφάνου κατοικήθηκε από μοναχούς στα τέλη του 12ου αι. Σύμφωνα με
πληροφορίες που σήμερα δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν, πρώτος ιδρυτής
της μονής, κατά το έτος 1191/2, φέρεται ο όσιος ασκητής ονομαζόμενος
Ιερεμίας. Η κτηριακή συγκρότηση της μονής που ιδρύθηκε το 14ο αι.
ολοκληρώθηκε στο 15ο και 16ο αι. Πρώτος κτήτορας της μονής είναι ο μοναχός,
αργότερα ηγούμενός της Αντώνιος Καντακουζηνός. Ο Αντώνιος κατά την άποψη
κάποιων ερευνητών ήταν γιός του Σέρβου Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου του Β΄
(1359) και γόνος της μεγάλης βυζαντινής οικογένειας. Δεύτερος κτήτορας
είναι ο μοναχός Φιλόθεος "εκ Σκλάταινας", ο οποίος αναφέρεται ως
ανακαινιστής "εκ βάθρων θεμελίων" του Αγίου Στεφάνου.
Ο Θεόφιλος ανήγειρε εκ νέου το παλαιό,
σήμερα, καθολικό, κατασκεύασε τα κελιά και άλλους βοηθητικούς χώρους της
μονής. Επί των ημερών του (1545) η μονή έγινε σταυροπηγιακή και διατήρησε
αυτό το προνόμιο ως το 1743. Το 1798 κτίζεται νέο καθολικό, αφιερωμένο στον
Άγιο Χαράλαμπο, ο οποίος από το 17ο αι. αναφέρεται ως ο δεύτερος προστάτης
της μονής. Το 18ο και 19ο αι. ανεγείρονται ή κτίζονται για πρώτη φορά
διάφορα κτήρια και η μονή παίρνει τη μορφή που έχει σήμερα. Το μοναστήρι,
στο οποίο από το 1961 εγκαταβιεί γυναικεία αδελφότητα διακρίνεται για την αξιόλογη
κοινωνική του δράση.
Η μονή βρίσκεται στο νότιο άκρο της
συστάδας των Μετεώρων, ακριβώς πάνω από την Καλαμπάκα. Η πρόσβαση στη μονή
είναι πολύ εύκολη, αφού ένα μικρό πέτρινο γεφύρι συνδέει το σύγχρονο δρόμο
στην είσοδο της μονής. Δεξιά και αριστερά της εισόδου αναπτύσσονται τα κελιά
της μονής. Στο ανατολικό τμήμα του περιβόλου βρίσκεται η εστία, ένα μικρό
τετράγωνο θολωτό κτίσμα, ο στάβλος και άλλοι βοηθητικοί χώροι της μονής.
Στα νοτιοανατολικά του περιβόλου
βρίσκεται το παλαιό καθολικό της μονής και η τράπεζα, η οποία σήμερα
στεγάζει το σκευοφυλάκιο- μουσείο της μονής. Το παλαιό καθολικό
χρησιμοποιείται πλέον αποκλειστικά για λατρευτική χρήση των μοναχών και
ανοίγει για προσκύνηση μόνο τις δύο ημέρες του χρόνου που πανηγυρίζει η
μονή (27 Δεκεμβρίου και 10 Φεβρουαρίου). Ιδρύθηκε τον 15ο αι. και
ανακαινίστηκε από τον μοναχό Φιλόθεο στα μέσα του 16ου αι., και είναι ένας
μικρός μονόχωρος δρομικός ναός με λιτή. O ζωγραφικός διάκοσμός του
εκτελέστηκε σε δύο φάσεις. Οι τοιχογραφίες της πρώτης φάσης που καλύπτουν
το ιερό, τον κυρίως ναό και το μεγαλύτερο τμήμα της λιτής σχετίζονται με
χορηγία του ηγουμένου της μονής Μητροφάνου και του ιερομονάχου Γρηγορίου.
Οι τοιχογραφίες της δεύτερης φάσης, οι οποίες περιορίζονται στο δυτικό
τοίχο της λιτής και στην κάτω ζώνη των πεσσών που τριβήλου, έγιναν από το
ζωγράφο ιερέα Νικόλαο τον καστρήσιο, με πρωτοβουλία του ηγουμένου της μονής
Γρηγορίου, το 17ο αι.
Στο βορειοδυτικό τμήμα του περιβόλου
βρίσκεται το νέο καθολικό, το οποίο κτίστηκε το 1798, και ανήκει στον τύπο
του τρίκογχου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με ευρύχωρη λιτή στη δυτική
του πλευρά και προστώο κατά μήκος της βόρειας πλευράς του ναού. Οι
επιφάνειες των τοίχων του νέου καθολικού που ήταν μέχρι τη δεκαετία του
1980 ακόσμητες σήμερα κοσμούνται με έργα του γνωστού αγιογράφου της εποχής
μας Τσοτσώνη.
|
|
Συντάκτης
|
Λάζαρος Δεριζιώτης, αρχαιολόγος
|
|
|
Πηγή:
19η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
|
Στις μέρες μας, υπάρχουν αρκετά ακατοίκητα ή ερειπωμένα μοναστήρια στα
Μετέωρα, απομεινάρια της μακραίωνης παράδοσης στους ιερούς βράχους. Τα
σημαντικότερα είναι τα παρακάτω:
1. Ιερά Μονή Υπαπαντής,
Κτήτορες της μονής Υπαπαντής υπήρξαν ο
μοναχός Όσιος Νείλος το έτος 1367 μ.Χ. και ο μοναχός Κυπριανός. Ανακαινίστηκε
το 1765 από τον κλεφταρματωλό Αθανάσιο Βλαχάβα, αλλά υπέστη λίγο αργότερα
λεηλασίες και καταστροφές από τα στρατεύματα του Αλή – Πασά.
2. Ιερά Σκήτη Παναγίας Δούπιανης,
Η Ιερά Σκήτη της Παναγίας Δούπιανης (ή των
Σταγών) εορτάζει στην Ζωοδόχο Πηγή. Μάλιστα, ήταν η πρώτη μοναστική κοινότητα
με στοιχειώδη οργάνωση στα Μετέωρα. Ιδρύθηκε από το Όσιο Νείλο.
Ο Ναός (εκκλησάκι) της Παναγίας Δούπιανης, αφιερωμένος
στην Υπεραγία Θεοτόκο, σώζεται σήμερα και βρίσκεται λίγο πιο κάτω από την Ιερά
Μονή του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά, κοντά στο Καστράκι.
3. Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου του Μανδηλά.
Η Ιερά Μονή του
Αγίου Γεωργίου του Μανδηλά βρίσκεται δίπλα από τα τελευταία σπίτια, στο χωριό
Καστράκι, πάνω στο βράχο του Αγίου Πνεύματος, σε ύψος 30 μ. από το έδαφος.
Ονομάζεται «Μανδηλάς», γιατί στις μέρες μας, την ημέρα της γιορτής του Αγίου
Γεωργίου, οι νέοι του Καστρακίου σκαρφαλώνουν με σχοινιά στη σπηλιά και
αλλάζουν τα μαντήλια με καινούρια που έχουν μαζί τους. Τα παλιά τα παίρνουν για
φυλακτό.
4. Ιερά Μονή Υψηλοτέρας (Καλλιγράφων).
Η Ιερά Μονή της
Υψηλοτέρας ή των Καλλιγράφων, χτίστηκε το 1347 μ.Χ. στην κορυφή ενός βράχου,
κοντά στο Μεγάλο Μετέωρο και σήμερα υπάρχουν εκεί μόνο ερείπια. Κατά την
περίοδο της ακμής της, λειτουργούσε στη μονή εργαστήριο αντιγραφής και
καλλιγραφίας και για το λόγο αυτό πήρε την ονομασία «Καλλιγράφων».
5. Αγία
Μονή.
6. Ιερά
Μονή Αγίου Νικολάου Μπάντοβα (Κοφινά).
7. Ιερά
Μονή Αγίου Πνεύματος ή Στύλου Σταγών.
8. Ιερά
Μονή Αγίου Αντωνίου.
9. Ασκηταριά
Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
10. Ιερά
Μονή Αγίου Δημητρίου.
11. Ιερά
Μονή Αγίων Αποστόλων.
12. Ιερά
Μονή Παντοκράτορος.
13. Ιερά
Μονή Τιμίου Προδρόμου.
14. Ιερά
Μονή Αγίου Μοδέστου.
15. Ιερά
Μονή Αλύσεως του Αγίου Πέτρου.
Πηγή: Μοναστήρια της Ελλάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου